Από εξελικτική σκοπιά, το φαινόμενο του πυρετού έχει εμφανιστεί εδώ και εκατομμύρια χρόνια, αφού παρατηρείται σε ψάρια, αμφίβια και ερπετά. Στον άνθρωπο, ως πυρετός, ορίζεται η αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τη φυσιολογική εικοσιτετράωρη διακύμανση, σαν αποτέλεσμα μεταβολής στο ειδικό θερμορυθμιστικό κέντρο (θερμοστάτης) του εγκεφάλου.
Ως φυσιολογική θερμοκρασία για υγιείς ανθρώπους θεωρούνται οι 36,8 °C ± 0,4 °C μετά από στοματική θερμομέτρηση. Υπάρχει δε, μια φυσιολογική ημερήσια διακύμανση περίπου 0,5 °C με κατώτατο σημείο στις 6 π.μ. και ανώτατο μεταξύ 4 μ.μ. και 6 μ.μ.. Έτσι, η μέγιστη φυσιολογική στοματική θερμοκρασία στις 6 π.μ. είναι 37,2 °C και στις 4 μ.μ. είναι 37,7 °C. Με βάση λοιπόν αυτά τα κριτήρια, θερμοκρασία μεγαλύτερη από 37,2 °C το πρωί ή μεγαλύτερη από 37,7 °C το απόγευμα σημαίνει πυρετό, ενώ η μέτρηση από το ορθό είναι συνήθως 0,5 °C υψηλότερη.
Το πιο συνηθισμένο αίτιο πυρετού είναι οι λοιμώξεις, είτε πρόκειται για ιογενείς είτε για μικροβιακές λοιμώξεις. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπονται και τα άλλα αίτια που είναι οι χρόνιες φλεγμονώδεις – αυτοάνοσες παθήσεις (όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, οι αγγειίτιδες, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος κτλ) και τα κακοήθη νοσήματα (όπως ο καρκίνος του νεφρού, του ήπατος, τα σαρκώματα, τα λεμφώματα, οι λευχαιμίες κτλ).
Σε κάθε περίπτωση παρατηρείται μια ενεργοποίηση ορισμένων κυττάρων του ανοσολογικού μας συστήματος, τα οποία παράγουν κάποιες ουσίες που αποκαλούνται κυτοκίνες (IL – 1, IL – 6, TNFa κτλ). Αυτές οι κυτοκίνες «ταξιδεύοντας» διαμέσου της κυκλοφορίας του αίματος, καταλήγουν στον εγκέφαλο και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο σημείο του που ονομάζεται υποθάλαμος. Εκεί βρίσκεται το θερμορυθμιστικό κέντρο του σώματός μας που λειτουργεί όπως ο οικιακός θερμοστάτης.
Όταν λοιπόν οι κυτοκίνες αυτές φτάσουν στον εγκεφαλικό «θερμοστάτη» μας, τον επαναρυθμίζουν προς τα άνω. Σαν αποτέλεσμα, ο «θερμοστάτης» αποστέλλει εντολές προς το σώμα μας, προκειμένου να πετύχει την αύξηση παραγωγής θερμότητας στο σώμα μας (αύξηση μεταβολισμού, μυϊκοί σπασμοί και ρίγος) και τη μείωση απώλειας θερμότητας (περιφερικός αγγειόσπασμος, δηλαδή κρύα άκρα, αναζήτηση θερμού περιβάλλοντος, ζεστά ρούχα κτλ). Έτσι, εντέλει, επιτυγχάνεται η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 – 3 °C συνήθως.
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι ο χαμηλός ή μέτριος πυρετός είναι επιζήμιος ή ότι η αντιπυρετική θεραπεία γι’ αυτό τον πυρετό είναι ωφέλιμη. Αντιθέτως, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι ο πυρετός πιθανόν να βελτιώνει τις πιθανότητες επιβίωσης από λοίμωξη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κάποια στελέχη πνευμονιόκοκκου αναστέλλουν την ανάπτυξή τους και πιθανώς αυτοκαταστρέφονται στους 41 °C. Επίσης, θερμοκρασίες στα επίπεδα του πυρετού φαίνεται ότι ενισχύουν τη βακτηριοκτόνο δράση των λευκών αιμοσφαιρίων. Πέρα από αυτά, συχνά ο πυρετός καταστέλλεται φαρμακευτικά χωρίς ιδιαίτερο λόγο, εκτός από την ενόχληση που επιφέρει ή από την αγωνιώδη πίεση από τον ασθενή προς το γιατρό. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να χαθούν σημαντικές κλινικές πληροφορίες που αποκτούνται με την παρακολούθηση της ανοδικής ή καθοδικής πορείας της θερμοκρασίας ή να συγκαλυφθεί μια εντοπισμένη λοίμωξη υπό την επήρεια αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και έτσι να καθυστερήσει η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της.
Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι ο πυρετός επιφέρει και ικανό «κόστος» για τον ασθενή, εκτός από την ενόχληση. Για κάθε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 °C, υπάρχει αύξηση της κατανάλωσης Ο₂ κατά 13% και σημαντική αύξηση των απαιτήσεων για θερμίδες και υγρά. Έτσι, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ασθενείς με οριακή καρδιακή ή αναπνευστική λειτουργία ή οριακή εγκφαλική αιμάτωση. Ο πυρετός μπορεί να μειώσει λοιπόν την πνευματική οξύτητα και να προκαλέσει παραλήρημα και λήθαργο, ιδίως σε ασθενείς ηλικιωμένους ή με άνοια, καρδιακή, αναπνευστική, ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια Τα παιδιά κάτω των 5 ετών μπορούν να εμφανίσουν πυρετικούς σπασμούς (>40 °C), ενώ ένα μόνο επεισόδιο θερμοκρασίας >37, 8 °C στο πρώτο τρίμηνο της κύησης διπλασιάζει τον κίνδυνο ανωμαλιών του νευρικού σωλήνα του εμβρύου.
Τέλος, ιδιαίτερη εγρήγορση από την πλευρά του θεράποντος ιατρού απαιτείται σε περίπτωση ασθενών με ιστορικό ανοσοκαταστολής (π.χ. υπό χημειοθεραπεία) ή προηγηθέντος ταξιδιού σε «ύποπτο» προορισμό, καθώς και για την έγκαιρη διαπίστωση ενδεχόμενου μη λοιμώδους αιτίου του πυρετού.
Συνοψίζοντας, «φοβόμαστε» τον πυρετό και επικοινωνούμε με το γιατρό μας όταν:
– Υπάρχει προχωρημένη ηλικία
– Υπάρχει ιστορικό καρκίνου και χημειοθεραπείας
– Προηγήθηκε ταξίδι σε χώρες της Αφρικής, Ασίας, Νότιας Αμερικής και Μέσης Ανατολής
– Υπάρχει κύηση
– Υπάρχει ιστορικό αγωγής με κορτικοειδή επί μακρόν
– Υπάρχει ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας, χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, ηπατικής ή νεφρικής ανεπάρκειας ή σακχαρώδους διαβήτη
– Όταν ο πυρετός συνοδεύεται από δερματικό εξάνθημα, δύσπνοια, πονοκέφαλο ή πόνο στον αυχένα, σπασμούς, σύγχυση, εμέτους ή διάρροιες και τέλος όταν συνυπάρχει σοβαρός πόνος στην κοιλιακή χώρα ή στην οσφυική χώρα ή στο θώρακα.
Πρέπει να θυμάται κανείς ότι ο πυρετός είναι σύμπτωμα, όχι νόσος, και κατά κανόνα οφείλεται σε «καλοήθη» νοσήματα, αυτοπεριοριζόμενα, όπως οι ιογενείς λοιμώξεις. Ψυχραιμία, εγρήγορση και επικοινωνία με το γιατρό είναι το τρίπτυχο που εξασφαλίζει συνήθως την αίσια έκβαση της «περιπέτειας».